- ασώπαστος
- -η, -οαυτός που δε σωπαίνει, φλύαρος, ακατάπαυτος: Έχει μια γυναίκα ασώπαστη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ασώπαστος — η, ο 1. αυτός που δεν σώπασε, που εξακολουθεί ν ακούγεται 2. φλύαρος 3. ακοίμητος, άσβεστος 4. συνεχής, παρατεταμένος … Dictionary of Greek
ασίγαστος — ασίγαστος, η, ο και ασίγητος, η, ο και ασιγάλιαστος, η, ο επίρρ. α ασώπαστος, ακαταπράυντος: Τον είχε κυριέψει ένα ασίγαστο πάθος για μάθηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)